παρόρασις

παρόρασις
παρόρ-ᾱσις, εως, ,
A false vision, Ruf.Fr.116 (pl.), Gal.7.99.
II overlooking, συγγνώμη καὶ π. Plu.Aem.3, cf. LXX 2 Ma.5.17, Luc.Jud.Voc.3, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρόρασις — παρόρᾱσις , παρόρασις false vision fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόρασις — άσεως, ἡ ΜΑ [παρορώ] απροσεξία κατά την παρατήρηση, παράβλεψη, αμέλεια αρχ. κακή όραση, μειωμένη όραση (α. «ἴλιγγοι τε καὶ παροράσεις» ζαλάδες και καταστάσεις σκοτοδίνης, Γαλ. β. «...παροράσεις οἷον κωνωπίων προφαινομένων» προβλήματα στην όραση… …   Dictionary of Greek

  • παροράσει — παρορά̱σει , παρόρασις false vision fem nom/voc/acc dual (attic epic) παρορά̱σεϊ , παρόρασις false vision fem dat sg (epic) παρορά̱σει , παρόρασις false vision fem dat sg (attic ionic) παρορά̱σει , παροράω look at by the way aor subj act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροράσεις — παρορά̱σεις , παρόρασις false vision fem nom/voc pl (attic epic) παρορά̱σεις , παρόρασις false vision fem nom/acc pl (attic) παρορά̱σεις , παροράω look at by the way aor subj act 2nd sg (attic epic) παρορά̱σεις , παροράω look at by the way aor… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροράσεσι — παρορά̱σεσι , παρόρασις false vision fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροράσεσιν — παρορά̱σεσιν , παρόρασις false vision fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροράσεως — παρορά̱σεω̆ς , παρόρασις false vision fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόρασιν — παρόρᾱσιν , παρόρασις false vision fem acc sg παρόρᾱσιν , παροράω look at by the way pres ind act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”